- μελιτίου
- μελίτιονmellaneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
μελιτιανός — ή, ό [Μελίτιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχισματικό επίσκοπο Λυκοπόλεως Μελίτιο ή αυτός που προέρχεται από αυτόν («μελιτιανό σχίσμα») 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μελιτιανοί οι οπαδοί τού σχισματικού Μελιτίου … Dictionary of Greek
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek